μηχανορραφία

μηχανορραφία
η
η εφαρμογή δόλιων τεχνασμάτων, η ραδιουργία: Αναρριχήθηκε κοινωνικά με μηχανορραφίες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μηχανορραφία — η (Μ μηχανορραφία) [μηχανορράφος] η εφεύρεση και χρησιμοποίηση δόλιων μέσων, ραδιουργία, σκευωρία …   Dictionary of Greek

  • ίντριγκα — η δολοπλοκία, ραδιουργία, μηχανορραφία, σκευωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ισπαν. intriga < λατ. intricare «περιπλέκω»] …   Dictionary of Greek

  • δολοπλοκία — η (AM δολοπλοκία) [δολοπλόκος] εξύφανση δόλων, μηχανορραφία …   Dictionary of Greek

  • εύρεση — η (ΑΜ εὐρεσις) [ευρίσκω] 1. το να βρίσκει, να ανακαλύπτει κάποιος μετά από έρευνα και αναζήτηση ή τυχαία κάτι (α. «η εύρεση τών καταζητουμένων» β. «η εύρεση δέματος με χρήματα» γ. «η εύρεση τού σφάλματος») 2. επισήμανση ή ανεύρεση, μετά από… …   Dictionary of Greek

  • κακορραφία — κακορραφία, ἡ (Α) μηχανορραφία, σκευωρία, κακοθουλία («κακορραφίης ἀλεγεινῆς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ρραφία (< ρραφος < ραφή), πρβλ. δικο ρραφία, δολο ρραφία] …   Dictionary of Greek

  • κακοσύνθεσις — και κακοσυνθεσία, ἡ (Α) μηχανορραφία, σκευωρία …   Dictionary of Greek

  • κακοτεχνία — η (AM κακοτεχνία) [κακότεχνος] νεοελλ. μσν. κακή εκτέλεση, άτεχνη εργασία, ατεχνία μσν. αρχ. κακό τέχνασμα, μηχανορραφία, δόλος αρχ. 1. (για ρήτορες) κακή τέχνη, διαφθορά, κατάπτωση τής τέχνης («ἡδονὰς καὶ κακοτεχνίας εἰσάγων», Στράβ.) 2. πληθ.… …   Dictionary of Greek

  • μάκενα — και μάκινα, η 1. μηχανή, μηχάνημα 2. μτφ. μηχανορραφία, σκευωρία, τέχνασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < ιταλ. macchina < λατ. machina < ελλ. δωρ. τ. μαχανά] …   Dictionary of Greek

  • μαγείρεμα — και μαγείρευμα, μαγέρεμα, το (AM μαγείρευμα, Μ και μαγείρεμα και μαγέρεμα) [μαγειρεύω] το μαγειρεμένο φαγητό νεοελλ. 1. η ενέργεια τού μαγειρεύω, η παρασκευή φαγητού 2. μτφ. δολοπλοκία, καταδολίευση, μηχανορραφία νεοελλ. μσν. στον πληθ. τα… …   Dictionary of Greek

  • μεθοδεία — και μεθοδειά, η (ΑM μεθοδεία, Α και μεθοδία) [μεθοδεύω] 1. επιβουλή, δόλος, πανουργία, απάτη 2. τέχνασμα, επινόημα, μηχανορραφία («ἐν πανουργίᾳ πρὸς τὴν μεθοδείαν τῆς πλάνης», ΚΔ) μσν. επάγγελμα, τέχνη, εργασία, απασχόληση αρχ. μέθοδος, τρόπος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”